Η σοφία και η φιλοσοφία αποτελούν τους δύο διακριτούς πόλους γύρω από τους οποίους αναπτύχθηκαν η κινεζική και η ελληνική (δυτική) σκέψη, αντίστοιχα. Και για τις δύο, σοφία και φιλοσοφία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη γνώση και την ηθική αρετή· το όριο ανάμεσά τους τίθεται από το αν ο κάτοχος της γνώσης και της αρετής είναι σοφός ή, απλώς, φίλος της σοφίας.
Σοφοί θεωρούνταν στην Ελλάδα οι Επτά Σοφοί της αρχαιότητας (Θαλής, Σόλων, Περίανδρος, Κλεόβουλος, Χείλων, Βίας, Πιττακός), και στην Κίνα οι Επτά Σοφοί-Βασιλιάδες ή Πανάγιοι Σοφοί (sheng ren 聖人) της κινεζικής αρχαιότητας (Γιάο, Σουν, Γυ, Ταγκ, Γου, Βεν, Δούκας Τσόου).
Στην Ελλάδα η σοφία εγκαταλείφθηκε, ωστόσο νωρίς, για να αντικατασταθεί από τη φιλοσοφία: «Οι Έλληνες, λέγεται, επικύρωσαν τον θάνατο του Σοφού και τον αντικατέστησαν με τους φιλοσόφους, τους φίλους της Σοφίας, εκείνους που αναζητούν την σοφία παρ’ ότι δεν είναι επίσημοι κάτοχοί της», παρατηρούν οι Deleuze & Guattari1.
Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει στο προοίμιο των Βίων, πως πρώτος ο Πυθαγόρας αυτοχαρακτηρίσθηκε φιλόσοφος/φίλος της σοφίας επειδή κανείς δεν είναι σοφός παρά μόνον ο θεός: «Φιλοσοφίαν δε πρώτος ωνόμασε Πυθαγόρας και εαυτόν φιλόσοφο, (…) μηδένα γαρ είναι σοφόν [άνθρωπον] αλλ’ ή θεόν». Ορίζεται, επίσης, ο φιλόσοφος ως «ο σοφίαν ασπαζόμενος» (Διογένης Λαέρτιος, Vit. 1.12) και για πρώτη φορά καθορίζεται ότι «φιλοσοφίας δε δύο γεγόνασιν αρχαί», η Ιωνική του Αναξιμάνδρου και η Ιταλική του Πυθαγόρα (Διογένης Λαέρτιος, Vit. 1.13).
Μόνον οι θεοί είναι σοφοί και για τον Πλάτωνα: «Το μεν σοφόν, ω Φαίδρε, καλείν έμοιγε μέγα είναι δοκεί και θεώ μόνω πρέπειν· το δε ή φιλόσοφον ή τοιούτον τι μάλλον τε αν αυτώ και αρμόττοι και εμμελεστέρως έχοι» (Φαίδρος 278d). Η σοφία περιγράφεται στο Συμπόσιο ως μια κατάσταση θεϊκή, απροσπέλαστη στον άνθρωπο, την οποία ο φιλόσοφος επιθυμεί διακαώς. Στην Πολιτεία οι φιλόσοφοι διακρίνονται από τους μη-φιλοσόφους (φιλοθεάμονες, φιληκόους, φιλοτέχνους και πρακτικούς)2. Οι δεύτεροι, ενώ αγαπούν τα ωραία πράγματα, αδυνατούν να δουν το ωραίο καθαυτό3, διότι βλέπουν μόνο ένα μέρος του, αυτό που αφορά τα αισθητηριακά θεάματα, ακούσματα, τις τέχνες και τα πρακτικά ζητήματα. Οι φιλόσοφοι, αντίθετα, εκτός από τα αισθητηριακά όμορφα πράγματα, θεώνται την ομορφιά καθαυτή4, επειδή βλέπουν όλη την πραγματικότητα και όχι ένα μέρος της, αγαπούν όλη τη σοφία και την αλήθεια και όχι ένα τμήμα της.
Η φιλοσοφία θέτει συνεχώς ερωτήματα, αμφιβάλλει, απορεί και θαυμάζει5, αντίθετα ο σοφός δεν θεωρεί τον κόσμο αντικείμενο απορίας, δεν τον αντικρίζει με έκπληξη, δεν νιώθει παραξένεμα και θαυμασμό, δεν αμφιβάλλει. «Είπε ο Διδάσκαλος: Ο σοφός δεν αμφιβάλλει· ο τέλειος άνθρωπος δεν ανησυχεί· ο γενναίος δεν φοβάται» (Ανάλεκτα, 9.29)6. Αν αμφέβαλε, αν απορούσε, δεν θα ήταν σοφός, διότι «η σοφία είναι κατανοητική, συλλαμβάνοντας εξαρχής (χωρίς διαλεκτική) τις αντίθετες απόψεις»7. Ο σοφός έχει εμπρός του όλη την πραγματικότητα στη σφαιρικότητά της, γι’ αυτό δεν αμφιβάλλει, ενώ ο φιλόσοφος βλέπει το επιμέρους και όχι το όλο, γι’ αυτό διακρίνεται για το διαρκώς απορητικό του βλέμμα.
Ο φιλόσοφος γνωρίζει ότι δε γνωρίζει και αυτή η επίγνωση της άγνοιάς του ή της αδυναμίας του να κατακτήσει αυτό που επιθυμεί είναι η βάσανός του. Τοποθετείται, συνεπώς, σε ένα τραγικό ενδιάμεσο που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από τη σοφία ούτε από τη μη-σοφία, που δεν ανήκει εντελώς ούτε στο θεϊκό ούτε στον ανθρώπινο κόσμο, που ευρίσκεται ανάμεσα στους θεούς και τους σοφούς και τους μωρούς, τις δύο κατηγορίες όντων που, κατά τη Διοτίμα, δεν φιλοσοφούν. Οι θεοί και οι σοφοί επειδή, ακριβώς, είναι σοφοί, και οι μωροί επειδή νομίζουν ότι είναι σοφοί: «Τίνες ουν, έφην εγώ, ω Διοτίμα, οι φιλοσοφούντες, ει μήτε οι σοφοί μήτε οι αμαθείς; (…) φιλόσοφον δε όντα μεταξύ είναι σοφού και αμαθούς» (Συμπόσιο 204b).
«Ο Πλάτων εγκαθιστά, κατ’ αυτό τον τρόπο, μια απροσπέλαστη απόσταση ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη σοφία», επισημαίνει ο Hadot. «Η φιλοσοφία ορίζεται από αυτό από το οποίο στερείται, και το οποίο κατά κάποιο τρόπο εμπεριέχει, σύμφωνα με την τόσο πλατωνική, πασίγνωστη πασκαλική διατύπωση: “Δεν θα με έψαχνες αν δεν με είχες βρει”»8. Εξετάζοντας αυτήν την απόσταση που χωρίζει τη φιλοσοφία από τη σοφία, ο Hadot παρατηρεί ότι «η φιλοσοφία δεν είναι παρά η προπαρασκευαστική άσκηση για τη σοφία», συμπληρώνει ωστόσο ότι ο λόγος του Πλάτωνα, όπως και του Αριστοτέλη και του Πλωτίνου, «σταματά στο κατώφλι ορισμένων εμπειριών, οι οποίες, εάν δεν είναι σοφία, είναι ένα είδος προαγγέλματός της»9.
Αγροτική Οικονομία
Η διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη σοφία, έκφραση μιας βαθύτερης διαφοράς ανάμεσα στην ελληνική και την κινεζική σκέψη, είναι επακόλουθο των διακριτών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, που με τη σειρά τους είναι απόρροια του συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου στο εσωτερικό του οποίου αναπτύχθηκαν οι δύο πολιτισμοί, παρατηρεί ο Κινέζος φιλόσοφος Fung Yu-Lan10.
Η Κίνα, ως ηπειρωτική χώρα, ανέπτυξε έως πρόσφατα μια εξ ολοκλήρου αγροτική οικονομία· συνεπώς, ο κοινωνικός, πολιτικός και οικονομικός βίος της στράφηκαν γύρω από θέματα που σχετίζονται με τη χρήση και τη διανομή της γης. Στην κοινωνική κλίμακα της εποχής, πρώτα τοποθετούνταν οι λόγιοι —συνήθως ιδιοκτήτες μεγάλων καλλιεργήσιμων εκτάσεων— ακολουθούσαν οι αγρότες —χωρικοί που καλλιεργούσαν τη γη— οι τεχνίτες και τελευταία οι έμποροι. Και επειδή η τύχη όλων εξαρτιόνταν από την καλή ή κακή σοδειά, η αντίληψη που είχαν σχηματίσει για τη ζωή ήταν εκείνη των καλλιεργητών, των αγροτών. Παρόμοια ήταν και η κοσμοαντίληψη των λογίων, οι οποίοι, εξαιτίας της αγωγής τους, εξέφραζαν τον συναισθηματικό κόσμο των χωρικών, που οι ίδιοι οι χωρικοί αδυνατούσαν να εκφράσουν. Η τέχνη, η λογοτεχνία και η φιλοσοφία γεννήθηκαν στην Κίνα ως δημιουργήματα μιας αγροτικής κοινωνίας, η οποία επηρέασε όχι μόνο το περιεχόμενο της κινεζικής σκέψης, αλλά και τη μεθοδολογία της, με τον αποκλεισμό των αξιωματικών εννοιών και της ενόρασης.
Σύμφωνα με την κινεζική αντίληψη, οι αγροτικές ασχολίες, οι οποίες αφορούν την παραγωγή, θεωρούνται η «ρίζα» (το ουσιώδες, το θεμελιώδες), ενώ οι εμπορικές δραστηριότητες, που επικεντρώνονται στις ανταλλαγές, το «κλαδί» (το δευτερεύον, το επουσιώδες). Επειδή σε μια αγροτική κοινωνία η παραγωγή προηγείται των ανταλλαγών, δόθηκε πάντα προτεραιότητα στην καλλιέργεια της γης, ενώ το εμπόριο αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και καχυποψία. Οι πηγές αναφέρουν ότι οι πρώτοι μεγάλοι έμποροι ταξίδεψαν πέρα από τα σύνορα της χώρας μόλις την περίοδο των Ανοίξεων και Φθινοπώρων (Chun Qiu, 721-481 π.Χ.). Κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, εξαιτίας της ανάπτυξης και της σπουδαιότητας που απόκτησαν, το κρατίδιο Τσιν έλαβε μέτρα που περιόριζε τις δραστηριότητές τους, ενώ ο πρώτος αυτοκράτορας Σι Χουανγκτί (Shi Huangdi) εξαφάνισε την τάξη των εμπόρων αποστέλλοντάς τους ως φρουρούς στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Οι τεχνίτες της δυναστείας Σαγκ (Shang, 16ος-11ος π.Χ. αιώνες), που ανέπτυξαν την κατεργασία του χαλκού και άφησαν μπρούτζινα αγγεία εξαιρετικής καλλιτεχνικής αξίας, ήταν δημόσιοι λειτουργοί που ανήκαν στο Υπουργείο Εργασίας, όχι ιδιώτες τεχνίτες οργανωμένοι σε συντεχνίες.
Τη βούληση και τις στοχεύσεις της αγροτικής ψυχής εκφράζουν τόσο ο κομφουκιανισμός όσο και ο ταοϊσμός, τα δύο μεγάλα ρεύματα της σινικής σκέψης, τα οποία, μολονότι ευρίσκονται στους δύο αντιθετικούς πόλους, τίθενται στον ίδιο άξονα, αντλώντας από την ίδια αντίληψη. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι αποτελούν θεωρητική έκφραση ή εκλογίκευση διακριτών όψεών της. Οι ταοϊστές εξιδανίκευσαν την απλότητα της αρχαϊκής κοινωνίας και καταδίκασαν τον πολιτισμό, διαχωρίζοντας σαφέστατα το φυσικό από το τεχνητό. Γι’ αυτούς, η υψηλότερη κατάκτηση του σοφού είναι η ταύτισή του με τη φύση, με το σύμπαν. Οι κομφουκιανοί, αντίθετα, προσέφεραν το θεωρητικό σχήμα και την ορθολογική ερμηνεία αυτού του κοινωνικού συστήματος. Η κομφουκιανή θεωρία αποτελεί εν ολίγοις την ηθική έκφραση του κινεζικού αγροτικού οικονομικού συστήματος κοινωνικής οργάνωσης. Για τον λόγο αυτό, ο κομφουκιανισμός κατέστη το ορθόδοξο φιλοσοφικό δόγμα στην Κίνα και παρέμεινε τέτοιο ως την εποχή που μεταβλήθηκαν τα οικονομικά θεμέλια της χώρας, με την πρώτη προσπάθεια εκβιομηχάνισης μετά την άφιξη των δυτικών τον 19ο αιώνα. Οι δύο σκέψεις αλληλοσυμπληρώνονται, σύμφωνα με τον Fung Yu-Lan, διασφαλίζοντας ένα είδος ισορροπίας ανάμεσα σε ό,τι είναι του κόσμου αυτού και σε ό,τι δεν είναι11. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο σχολές σκέψεις θυμίζει, τηρουμένων των αποστάσεων, την αντίστοιχη διάκριση ανάμεσα στον κλασικό σοφό και τον μετακλασικό, τη μετάβαση από τον σοφό που πραγματώνεται στην πόλη σε εκείνον που αποσύρεται από τα εγκόσμια, την αντικατάσταση της διαλεκτικής από τη σιωπή. Στην περίπτωση όμως της Κίνας, όπου απουσιάζει η διαλεκτική, η κοινωνική δράση του κομφουκιανού σοφού τίθεται απέναντι στην απόσυρση του ταοϊστή.
Η επί αιώνες επικέντρωση στο αγροτικό σύστημα παραγωγής και η συνεπαγόμενη απουσία ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Κίνα αποδίδονται από τον Weber στη διατήρηση των ισχυρών οικογενειακών δεσμών που βασίζονταν στη λατρεία των προγόνων. Δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί, έτσι, μια πολιτική αυτονομία και να αναδειχθεί μια ξεχωριστή κοινωνική τάξη που θα αναλάμβανε την ευθύνη της προώθησης των πολιτικών δικαιωμάτων12.
Η λατρεία των προγόνων αποτελούσε τη μοναδική πραγματική θρησκεία στην αρχαία Κίνα. Ο αρχηγός κάθε οίκου ήταν επιφορτισμένος και με ιερατικά καθήκοντα, τα οποία εκτελούσε με τη βοήθεια των μελών της οικογένειας. Οι θυσίες που προσφέρανε είχαν στόχο να διασφαλίσουν την εύνοια των πνευμάτων και τη βοήθειά τους ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στους απογόνους και τον Ουρανό (Tian 天). Δικαίωμα σε προγονικούς ναούς και θυσίες στους προγόνους είχαν μόνο οι σημαντικές και πλούσιες οικογένειες, όχι ο απλός λαός, ο οποίος ζούσε τη δική του ζωή, λατρεύοντας τα πνεύματα της φύσης και πιστεύοντας στη μαγική δύναμη του σαμάνου.
Εκκινώντας από μια μαρξιστική ανάλυση των θέσεων του Weber επί του υδραυλικού-γραφειοκρατικού κινεζικού συστήματος, ο Wittfogel ανέπτυξε τη θεωρία του ανατολικού ή υδραυλικού ή αγρο-γραφειοκρατικού δεσποτισμού, σύμφωνα με την οποία δεσποτικές κυβερνήσεις με γραφειοκρατικές δομές και λογίους αξιωματούχους χρησιμοποιούν μεγάλο αριθμό εργατών για την κατασκευή αρδευτικών συστημάτων και έργων υποδομής προς αντιμετώπιση των πλημμυρών, ασκώντας ισχυρό έλεγχο. Υπό αυτές τις συνθήκες, αναδεικνύεται η υδραυλική κοινωνία, η οποία χαρακτηρίζεται από μια γραφειοκρατική-διαχειριστική πολιτική, που συνεπάγεται αφ’ ενός ένα πολύ ισχυρό κράτος και αφ’ ετέρου ανίσχυρους ιδιώτες και ένα ιδιαίτερα αδύνατο μη γραφειοκρατικό τμήμα της κοινωνίας13.
Ναυτική Δύναμη
Η αντίθεση με το περιβάλλον της αθηναϊκής πόλης, όπου έζησε ο Πλάτων με τον οποίο ουσιαστικά γεννιέται η φιλοσοφία, είναι εμφανέστατη. Η ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας, που προϋπέθεταν την παρατήρηση της φύσης (π.χ. μετεωρολογικών φαινομένων) και την ανάπτυξη της τεχνικής (μέτρηση αποστάσεων και χρόνου), προσέφεραν στην Αθήνα τον υλικό πλούτο και τη δυνατότητα να αναπτύξει έναν πολιτισμό, έκφραση του οποίου ήταν και η φιλοσοφία. Η θάλασσα πρόσφερε τη δυνατότητα στους Αθηναίους να στραφούν προς άλλους προορισμούς, να ταξιδέψουν, να γνωρίσουν άλλους λαούς και άλλες σκέψεις. Σύμφωνα με τον Πόππερ, «ίσως το πιο ισχυρό αίτιο για την κατάρρευση της κλειστής κοινωνίας ήταν η ανάπτυξη των θαλάσσιων επικοινωνιών και του εμπορίου. (…) Οι δύο παράγοντες, ναυτιλία και εμπόριο, απέβησαν τα κύρια χαρακτηριστικά του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού. (…) Το εμπόριο της Αθήνας, η χρηματική οικονομία της, η ναυτική πολιτική της και οι δημοκρατικές τάσεις της αποτελούσαν εκδηλώσεις ενός ενιαίου κινήματος»14.
Δια της θαλάσσης ο Πλάτων έφθασε στην Αίγυπτο και την Κάτω Ιταλία. Η εικόνα του φιλοσόφου, στην πρώιμη εποχή, συνδυάζεται από τη μια με αυτόν που μπορεί να προβλέψει το μέλλον και από την άλλη με αυτόν που ταξιδεύει στον κόσμο για να γνωρίσει άλλες ιστορικές πραγματικότητες. Μνημονεύονται τα ταξίδια του Σόλωνα, του Θαλή, του Πυθαγόρα, του Δημόκριτου και, βεβαίως, του Ηρόδοτου. Για τον Πλάτωνα οι αρχαίοι βιογράφοι αναφέρουν ότι πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στη Σικελία για να μελετήσει τα σχετικά με το ηφαίστειο της Αίτνας φαινόμενα.
Στην Κίνα, όμως, από την εποχή του Κομφούκιου (551-479 π.Χ.) ως το τέλος του 19ου αιώνα, οι στοχαστές δεν είχαν την εμπειρία του θαλάσσιου ταξιδιού, της περιπέτειας στο πέλαγος και της γνωριμίας με κόσμους άγνωστους. Επιπλέον, οι θαλάσσιες αποστολές που πραγματοποιήθηκαν, δεν προκάλεσαν το ενδιαφέρον των στοχαστών και αξιόλογες ανακαλύψεις αποθαρρύνθηκαν μάλλον παρά ενθαρρύνθηκαν. Είναι ενδεικτική η περίπτωση του Zheng He, ο οποίος πραγματοποίησε επτά θαλάσσιες αποστολές, από το 1405 ως το 1433, φθάνοντας στην Ινδονησία, Μαλαισία, Αραβία, Ινδία, ανατολική Αφρική. Ωστόσο, το γεγονός αυτό, όπως και άλλα (γνώσεις μαθηματικών, αστρονομίας, ιατρικής), παρέμειναν περιορισμένα σε ένα κύκλο «ειδημόνων» χωρίς να προξενήσουν το ενδιαφέρον των λογίων. Η πρακτική εφαρμογή των γνώσεών τους δεν συνδεόταν με ένα θεωρητικό στοχασμό.
Ο Κομφούκιος δεν έζησε μακριά από τη θάλασσα, όμως στα Ανάλεκτα την αναφέρει μια μόνο φορά: «Η Οδός δεν ακολουθείται! Θα μπω σ’ ένα πλεούμενο και θ’ ανοιχτώ στη θάλασσα· ο Γιο δεν είναι αυτός που θα με ακολουθήσει; Ο Τσι Λου τ’ άκουσε και χάρηκε. Είπε ο Διδάσκαλος: Ο Γιο είναι πιο θαρραλέος από μένα· δεν θα ’βρει όμως τα απαραίτητα υλικά» (5.7). Μολονότι δεν υπάρχει ομοφωνία στην ερμηνεία του σημείου αυτού, οι σχολιαστές διακρίνουν την απογοήτευση του Κομφούκιου είτε επειδή δεν βρίσκουν ανταπόκριση οι πολιτικές του ιδέες (Anne Cheng), είτε επειδή δεν ακολουθείται η Οδός (Dao 道) (A. Waley) και γι’ αυτό, αποκαρδιωμένος, δηλώνει ότι θα πάει να ζήσει στους βαρβάρους. Εξίσου σύντομη είναι και η αναφορά του Μέγγιου στη θάλασσα: «Όποιος αντίκρισε τη Θάλασσα, δύσκολα θαυμάζει άλλα νερά· όποιος έφτασε ως την πόρτα του Σοφού, δύσκολα εκτιμά τα λόγια άλλων ανθρώπων» (Μέγγιος, 7Α.24)15.....
Απόσπασμα από δοκίμιο της Έλενας Αβραμίδου που δημοσιεύεται στο τεύχος 18 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ. Η δρ Έλενα Αβραμίδου ζει στο Πεκίνο και διδάσκει στο εκεί Πανεπιστήμιο της πόλης. Συμμετέχει στο εκδοτικό εγχείρημα του ΕΝΕΚΕΝ από το 1995.
Η φωτογραφία είναι της Aλίκης Βακιάρη.
Σοφοί θεωρούνταν στην Ελλάδα οι Επτά Σοφοί της αρχαιότητας (Θαλής, Σόλων, Περίανδρος, Κλεόβουλος, Χείλων, Βίας, Πιττακός), και στην Κίνα οι Επτά Σοφοί-Βασιλιάδες ή Πανάγιοι Σοφοί (sheng ren 聖人) της κινεζικής αρχαιότητας (Γιάο, Σουν, Γυ, Ταγκ, Γου, Βεν, Δούκας Τσόου).
Στην Ελλάδα η σοφία εγκαταλείφθηκε, ωστόσο νωρίς, για να αντικατασταθεί από τη φιλοσοφία: «Οι Έλληνες, λέγεται, επικύρωσαν τον θάνατο του Σοφού και τον αντικατέστησαν με τους φιλοσόφους, τους φίλους της Σοφίας, εκείνους που αναζητούν την σοφία παρ’ ότι δεν είναι επίσημοι κάτοχοί της», παρατηρούν οι Deleuze & Guattari1.
Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει στο προοίμιο των Βίων, πως πρώτος ο Πυθαγόρας αυτοχαρακτηρίσθηκε φιλόσοφος/φίλος της σοφίας επειδή κανείς δεν είναι σοφός παρά μόνον ο θεός: «Φιλοσοφίαν δε πρώτος ωνόμασε Πυθαγόρας και εαυτόν φιλόσοφο, (…) μηδένα γαρ είναι σοφόν [άνθρωπον] αλλ’ ή θεόν». Ορίζεται, επίσης, ο φιλόσοφος ως «ο σοφίαν ασπαζόμενος» (Διογένης Λαέρτιος, Vit. 1.12) και για πρώτη φορά καθορίζεται ότι «φιλοσοφίας δε δύο γεγόνασιν αρχαί», η Ιωνική του Αναξιμάνδρου και η Ιταλική του Πυθαγόρα (Διογένης Λαέρτιος, Vit. 1.13).
Μόνον οι θεοί είναι σοφοί και για τον Πλάτωνα: «Το μεν σοφόν, ω Φαίδρε, καλείν έμοιγε μέγα είναι δοκεί και θεώ μόνω πρέπειν· το δε ή φιλόσοφον ή τοιούτον τι μάλλον τε αν αυτώ και αρμόττοι και εμμελεστέρως έχοι» (Φαίδρος 278d). Η σοφία περιγράφεται στο Συμπόσιο ως μια κατάσταση θεϊκή, απροσπέλαστη στον άνθρωπο, την οποία ο φιλόσοφος επιθυμεί διακαώς. Στην Πολιτεία οι φιλόσοφοι διακρίνονται από τους μη-φιλοσόφους (φιλοθεάμονες, φιληκόους, φιλοτέχνους και πρακτικούς)2. Οι δεύτεροι, ενώ αγαπούν τα ωραία πράγματα, αδυνατούν να δουν το ωραίο καθαυτό3, διότι βλέπουν μόνο ένα μέρος του, αυτό που αφορά τα αισθητηριακά θεάματα, ακούσματα, τις τέχνες και τα πρακτικά ζητήματα. Οι φιλόσοφοι, αντίθετα, εκτός από τα αισθητηριακά όμορφα πράγματα, θεώνται την ομορφιά καθαυτή4, επειδή βλέπουν όλη την πραγματικότητα και όχι ένα μέρος της, αγαπούν όλη τη σοφία και την αλήθεια και όχι ένα τμήμα της.
Η φιλοσοφία θέτει συνεχώς ερωτήματα, αμφιβάλλει, απορεί και θαυμάζει5, αντίθετα ο σοφός δεν θεωρεί τον κόσμο αντικείμενο απορίας, δεν τον αντικρίζει με έκπληξη, δεν νιώθει παραξένεμα και θαυμασμό, δεν αμφιβάλλει. «Είπε ο Διδάσκαλος: Ο σοφός δεν αμφιβάλλει· ο τέλειος άνθρωπος δεν ανησυχεί· ο γενναίος δεν φοβάται» (Ανάλεκτα, 9.29)6. Αν αμφέβαλε, αν απορούσε, δεν θα ήταν σοφός, διότι «η σοφία είναι κατανοητική, συλλαμβάνοντας εξαρχής (χωρίς διαλεκτική) τις αντίθετες απόψεις»7. Ο σοφός έχει εμπρός του όλη την πραγματικότητα στη σφαιρικότητά της, γι’ αυτό δεν αμφιβάλλει, ενώ ο φιλόσοφος βλέπει το επιμέρους και όχι το όλο, γι’ αυτό διακρίνεται για το διαρκώς απορητικό του βλέμμα.
Ο φιλόσοφος γνωρίζει ότι δε γνωρίζει και αυτή η επίγνωση της άγνοιάς του ή της αδυναμίας του να κατακτήσει αυτό που επιθυμεί είναι η βάσανός του. Τοποθετείται, συνεπώς, σε ένα τραγικό ενδιάμεσο που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από τη σοφία ούτε από τη μη-σοφία, που δεν ανήκει εντελώς ούτε στο θεϊκό ούτε στον ανθρώπινο κόσμο, που ευρίσκεται ανάμεσα στους θεούς και τους σοφούς και τους μωρούς, τις δύο κατηγορίες όντων που, κατά τη Διοτίμα, δεν φιλοσοφούν. Οι θεοί και οι σοφοί επειδή, ακριβώς, είναι σοφοί, και οι μωροί επειδή νομίζουν ότι είναι σοφοί: «Τίνες ουν, έφην εγώ, ω Διοτίμα, οι φιλοσοφούντες, ει μήτε οι σοφοί μήτε οι αμαθείς; (…) φιλόσοφον δε όντα μεταξύ είναι σοφού και αμαθούς» (Συμπόσιο 204b).
«Ο Πλάτων εγκαθιστά, κατ’ αυτό τον τρόπο, μια απροσπέλαστη απόσταση ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη σοφία», επισημαίνει ο Hadot. «Η φιλοσοφία ορίζεται από αυτό από το οποίο στερείται, και το οποίο κατά κάποιο τρόπο εμπεριέχει, σύμφωνα με την τόσο πλατωνική, πασίγνωστη πασκαλική διατύπωση: “Δεν θα με έψαχνες αν δεν με είχες βρει”»8. Εξετάζοντας αυτήν την απόσταση που χωρίζει τη φιλοσοφία από τη σοφία, ο Hadot παρατηρεί ότι «η φιλοσοφία δεν είναι παρά η προπαρασκευαστική άσκηση για τη σοφία», συμπληρώνει ωστόσο ότι ο λόγος του Πλάτωνα, όπως και του Αριστοτέλη και του Πλωτίνου, «σταματά στο κατώφλι ορισμένων εμπειριών, οι οποίες, εάν δεν είναι σοφία, είναι ένα είδος προαγγέλματός της»9.
Αγροτική Οικονομία
Η διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη σοφία, έκφραση μιας βαθύτερης διαφοράς ανάμεσα στην ελληνική και την κινεζική σκέψη, είναι επακόλουθο των διακριτών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, που με τη σειρά τους είναι απόρροια του συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου στο εσωτερικό του οποίου αναπτύχθηκαν οι δύο πολιτισμοί, παρατηρεί ο Κινέζος φιλόσοφος Fung Yu-Lan10.
Η Κίνα, ως ηπειρωτική χώρα, ανέπτυξε έως πρόσφατα μια εξ ολοκλήρου αγροτική οικονομία· συνεπώς, ο κοινωνικός, πολιτικός και οικονομικός βίος της στράφηκαν γύρω από θέματα που σχετίζονται με τη χρήση και τη διανομή της γης. Στην κοινωνική κλίμακα της εποχής, πρώτα τοποθετούνταν οι λόγιοι —συνήθως ιδιοκτήτες μεγάλων καλλιεργήσιμων εκτάσεων— ακολουθούσαν οι αγρότες —χωρικοί που καλλιεργούσαν τη γη— οι τεχνίτες και τελευταία οι έμποροι. Και επειδή η τύχη όλων εξαρτιόνταν από την καλή ή κακή σοδειά, η αντίληψη που είχαν σχηματίσει για τη ζωή ήταν εκείνη των καλλιεργητών, των αγροτών. Παρόμοια ήταν και η κοσμοαντίληψη των λογίων, οι οποίοι, εξαιτίας της αγωγής τους, εξέφραζαν τον συναισθηματικό κόσμο των χωρικών, που οι ίδιοι οι χωρικοί αδυνατούσαν να εκφράσουν. Η τέχνη, η λογοτεχνία και η φιλοσοφία γεννήθηκαν στην Κίνα ως δημιουργήματα μιας αγροτικής κοινωνίας, η οποία επηρέασε όχι μόνο το περιεχόμενο της κινεζικής σκέψης, αλλά και τη μεθοδολογία της, με τον αποκλεισμό των αξιωματικών εννοιών και της ενόρασης.
Σύμφωνα με την κινεζική αντίληψη, οι αγροτικές ασχολίες, οι οποίες αφορούν την παραγωγή, θεωρούνται η «ρίζα» (το ουσιώδες, το θεμελιώδες), ενώ οι εμπορικές δραστηριότητες, που επικεντρώνονται στις ανταλλαγές, το «κλαδί» (το δευτερεύον, το επουσιώδες). Επειδή σε μια αγροτική κοινωνία η παραγωγή προηγείται των ανταλλαγών, δόθηκε πάντα προτεραιότητα στην καλλιέργεια της γης, ενώ το εμπόριο αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και καχυποψία. Οι πηγές αναφέρουν ότι οι πρώτοι μεγάλοι έμποροι ταξίδεψαν πέρα από τα σύνορα της χώρας μόλις την περίοδο των Ανοίξεων και Φθινοπώρων (Chun Qiu, 721-481 π.Χ.). Κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, εξαιτίας της ανάπτυξης και της σπουδαιότητας που απόκτησαν, το κρατίδιο Τσιν έλαβε μέτρα που περιόριζε τις δραστηριότητές τους, ενώ ο πρώτος αυτοκράτορας Σι Χουανγκτί (Shi Huangdi) εξαφάνισε την τάξη των εμπόρων αποστέλλοντάς τους ως φρουρούς στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Οι τεχνίτες της δυναστείας Σαγκ (Shang, 16ος-11ος π.Χ. αιώνες), που ανέπτυξαν την κατεργασία του χαλκού και άφησαν μπρούτζινα αγγεία εξαιρετικής καλλιτεχνικής αξίας, ήταν δημόσιοι λειτουργοί που ανήκαν στο Υπουργείο Εργασίας, όχι ιδιώτες τεχνίτες οργανωμένοι σε συντεχνίες.
Τη βούληση και τις στοχεύσεις της αγροτικής ψυχής εκφράζουν τόσο ο κομφουκιανισμός όσο και ο ταοϊσμός, τα δύο μεγάλα ρεύματα της σινικής σκέψης, τα οποία, μολονότι ευρίσκονται στους δύο αντιθετικούς πόλους, τίθενται στον ίδιο άξονα, αντλώντας από την ίδια αντίληψη. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι αποτελούν θεωρητική έκφραση ή εκλογίκευση διακριτών όψεών της. Οι ταοϊστές εξιδανίκευσαν την απλότητα της αρχαϊκής κοινωνίας και καταδίκασαν τον πολιτισμό, διαχωρίζοντας σαφέστατα το φυσικό από το τεχνητό. Γι’ αυτούς, η υψηλότερη κατάκτηση του σοφού είναι η ταύτισή του με τη φύση, με το σύμπαν. Οι κομφουκιανοί, αντίθετα, προσέφεραν το θεωρητικό σχήμα και την ορθολογική ερμηνεία αυτού του κοινωνικού συστήματος. Η κομφουκιανή θεωρία αποτελεί εν ολίγοις την ηθική έκφραση του κινεζικού αγροτικού οικονομικού συστήματος κοινωνικής οργάνωσης. Για τον λόγο αυτό, ο κομφουκιανισμός κατέστη το ορθόδοξο φιλοσοφικό δόγμα στην Κίνα και παρέμεινε τέτοιο ως την εποχή που μεταβλήθηκαν τα οικονομικά θεμέλια της χώρας, με την πρώτη προσπάθεια εκβιομηχάνισης μετά την άφιξη των δυτικών τον 19ο αιώνα. Οι δύο σκέψεις αλληλοσυμπληρώνονται, σύμφωνα με τον Fung Yu-Lan, διασφαλίζοντας ένα είδος ισορροπίας ανάμεσα σε ό,τι είναι του κόσμου αυτού και σε ό,τι δεν είναι11. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο σχολές σκέψεις θυμίζει, τηρουμένων των αποστάσεων, την αντίστοιχη διάκριση ανάμεσα στον κλασικό σοφό και τον μετακλασικό, τη μετάβαση από τον σοφό που πραγματώνεται στην πόλη σε εκείνον που αποσύρεται από τα εγκόσμια, την αντικατάσταση της διαλεκτικής από τη σιωπή. Στην περίπτωση όμως της Κίνας, όπου απουσιάζει η διαλεκτική, η κοινωνική δράση του κομφουκιανού σοφού τίθεται απέναντι στην απόσυρση του ταοϊστή.
Η επί αιώνες επικέντρωση στο αγροτικό σύστημα παραγωγής και η συνεπαγόμενη απουσία ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Κίνα αποδίδονται από τον Weber στη διατήρηση των ισχυρών οικογενειακών δεσμών που βασίζονταν στη λατρεία των προγόνων. Δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί, έτσι, μια πολιτική αυτονομία και να αναδειχθεί μια ξεχωριστή κοινωνική τάξη που θα αναλάμβανε την ευθύνη της προώθησης των πολιτικών δικαιωμάτων12.
Η λατρεία των προγόνων αποτελούσε τη μοναδική πραγματική θρησκεία στην αρχαία Κίνα. Ο αρχηγός κάθε οίκου ήταν επιφορτισμένος και με ιερατικά καθήκοντα, τα οποία εκτελούσε με τη βοήθεια των μελών της οικογένειας. Οι θυσίες που προσφέρανε είχαν στόχο να διασφαλίσουν την εύνοια των πνευμάτων και τη βοήθειά τους ως διαμεσολαβητές ανάμεσα στους απογόνους και τον Ουρανό (Tian 天). Δικαίωμα σε προγονικούς ναούς και θυσίες στους προγόνους είχαν μόνο οι σημαντικές και πλούσιες οικογένειες, όχι ο απλός λαός, ο οποίος ζούσε τη δική του ζωή, λατρεύοντας τα πνεύματα της φύσης και πιστεύοντας στη μαγική δύναμη του σαμάνου.
Εκκινώντας από μια μαρξιστική ανάλυση των θέσεων του Weber επί του υδραυλικού-γραφειοκρατικού κινεζικού συστήματος, ο Wittfogel ανέπτυξε τη θεωρία του ανατολικού ή υδραυλικού ή αγρο-γραφειοκρατικού δεσποτισμού, σύμφωνα με την οποία δεσποτικές κυβερνήσεις με γραφειοκρατικές δομές και λογίους αξιωματούχους χρησιμοποιούν μεγάλο αριθμό εργατών για την κατασκευή αρδευτικών συστημάτων και έργων υποδομής προς αντιμετώπιση των πλημμυρών, ασκώντας ισχυρό έλεγχο. Υπό αυτές τις συνθήκες, αναδεικνύεται η υδραυλική κοινωνία, η οποία χαρακτηρίζεται από μια γραφειοκρατική-διαχειριστική πολιτική, που συνεπάγεται αφ’ ενός ένα πολύ ισχυρό κράτος και αφ’ ετέρου ανίσχυρους ιδιώτες και ένα ιδιαίτερα αδύνατο μη γραφειοκρατικό τμήμα της κοινωνίας13.
Ναυτική Δύναμη
Η αντίθεση με το περιβάλλον της αθηναϊκής πόλης, όπου έζησε ο Πλάτων με τον οποίο ουσιαστικά γεννιέται η φιλοσοφία, είναι εμφανέστατη. Η ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας, που προϋπέθεταν την παρατήρηση της φύσης (π.χ. μετεωρολογικών φαινομένων) και την ανάπτυξη της τεχνικής (μέτρηση αποστάσεων και χρόνου), προσέφεραν στην Αθήνα τον υλικό πλούτο και τη δυνατότητα να αναπτύξει έναν πολιτισμό, έκφραση του οποίου ήταν και η φιλοσοφία. Η θάλασσα πρόσφερε τη δυνατότητα στους Αθηναίους να στραφούν προς άλλους προορισμούς, να ταξιδέψουν, να γνωρίσουν άλλους λαούς και άλλες σκέψεις. Σύμφωνα με τον Πόππερ, «ίσως το πιο ισχυρό αίτιο για την κατάρρευση της κλειστής κοινωνίας ήταν η ανάπτυξη των θαλάσσιων επικοινωνιών και του εμπορίου. (…) Οι δύο παράγοντες, ναυτιλία και εμπόριο, απέβησαν τα κύρια χαρακτηριστικά του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού. (…) Το εμπόριο της Αθήνας, η χρηματική οικονομία της, η ναυτική πολιτική της και οι δημοκρατικές τάσεις της αποτελούσαν εκδηλώσεις ενός ενιαίου κινήματος»14.
Δια της θαλάσσης ο Πλάτων έφθασε στην Αίγυπτο και την Κάτω Ιταλία. Η εικόνα του φιλοσόφου, στην πρώιμη εποχή, συνδυάζεται από τη μια με αυτόν που μπορεί να προβλέψει το μέλλον και από την άλλη με αυτόν που ταξιδεύει στον κόσμο για να γνωρίσει άλλες ιστορικές πραγματικότητες. Μνημονεύονται τα ταξίδια του Σόλωνα, του Θαλή, του Πυθαγόρα, του Δημόκριτου και, βεβαίως, του Ηρόδοτου. Για τον Πλάτωνα οι αρχαίοι βιογράφοι αναφέρουν ότι πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στη Σικελία για να μελετήσει τα σχετικά με το ηφαίστειο της Αίτνας φαινόμενα.
Στην Κίνα, όμως, από την εποχή του Κομφούκιου (551-479 π.Χ.) ως το τέλος του 19ου αιώνα, οι στοχαστές δεν είχαν την εμπειρία του θαλάσσιου ταξιδιού, της περιπέτειας στο πέλαγος και της γνωριμίας με κόσμους άγνωστους. Επιπλέον, οι θαλάσσιες αποστολές που πραγματοποιήθηκαν, δεν προκάλεσαν το ενδιαφέρον των στοχαστών και αξιόλογες ανακαλύψεις αποθαρρύνθηκαν μάλλον παρά ενθαρρύνθηκαν. Είναι ενδεικτική η περίπτωση του Zheng He, ο οποίος πραγματοποίησε επτά θαλάσσιες αποστολές, από το 1405 ως το 1433, φθάνοντας στην Ινδονησία, Μαλαισία, Αραβία, Ινδία, ανατολική Αφρική. Ωστόσο, το γεγονός αυτό, όπως και άλλα (γνώσεις μαθηματικών, αστρονομίας, ιατρικής), παρέμειναν περιορισμένα σε ένα κύκλο «ειδημόνων» χωρίς να προξενήσουν το ενδιαφέρον των λογίων. Η πρακτική εφαρμογή των γνώσεών τους δεν συνδεόταν με ένα θεωρητικό στοχασμό.
Ο Κομφούκιος δεν έζησε μακριά από τη θάλασσα, όμως στα Ανάλεκτα την αναφέρει μια μόνο φορά: «Η Οδός δεν ακολουθείται! Θα μπω σ’ ένα πλεούμενο και θ’ ανοιχτώ στη θάλασσα· ο Γιο δεν είναι αυτός που θα με ακολουθήσει; Ο Τσι Λου τ’ άκουσε και χάρηκε. Είπε ο Διδάσκαλος: Ο Γιο είναι πιο θαρραλέος από μένα· δεν θα ’βρει όμως τα απαραίτητα υλικά» (5.7). Μολονότι δεν υπάρχει ομοφωνία στην ερμηνεία του σημείου αυτού, οι σχολιαστές διακρίνουν την απογοήτευση του Κομφούκιου είτε επειδή δεν βρίσκουν ανταπόκριση οι πολιτικές του ιδέες (Anne Cheng), είτε επειδή δεν ακολουθείται η Οδός (Dao 道) (A. Waley) και γι’ αυτό, αποκαρδιωμένος, δηλώνει ότι θα πάει να ζήσει στους βαρβάρους. Εξίσου σύντομη είναι και η αναφορά του Μέγγιου στη θάλασσα: «Όποιος αντίκρισε τη Θάλασσα, δύσκολα θαυμάζει άλλα νερά· όποιος έφτασε ως την πόρτα του Σοφού, δύσκολα εκτιμά τα λόγια άλλων ανθρώπων» (Μέγγιος, 7Α.24)15.....
Απόσπασμα από δοκίμιο της Έλενας Αβραμίδου που δημοσιεύεται στο τεύχος 18 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ. Η δρ Έλενα Αβραμίδου ζει στο Πεκίνο και διδάσκει στο εκεί Πανεπιστήμιο της πόλης. Συμμετέχει στο εκδοτικό εγχείρημα του ΕΝΕΚΕΝ από το 1995.
Η φωτογραφία είναι της Aλίκης Βακιάρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου